- προοπτικά
- Νεπίρρ. βλ. προοπτικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποστασιοποίηση — Όρος του σύγχρονου θεάτρου, που αναφέρεται στην προσπάθεια του θεατρικού συγγραφέα (αλλά και των βασικών παραγόντων της παράστασης, π.χ. του σκηνοθέτη και των ηθοποιών) να αποτρέψουν τη μηχανική ταύτιση του θεατή με τον διαδραματιζόμενο μύθο και … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
προοπτικός — ή, ό / προοπτικός, ή, όν, ΝΑ νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προοπτική 2. αυτός που απεικονίζεται με βάση τους κανόνες τής προοπτικής (α. «προοπτικό σχέδιο») 3. το θηλ. ως ουσ. βλ. προοπτική 4. το αρσ. ως ουσ. ο προοπτικός (ανατ.)… … Dictionary of Greek
Βιτόνε, Μπερνάρντο — (Bernardo Vittone, Τορίνο 1702; – 1770).Ιταλός αρχιτέκτονας. Υπήρξε ίσως ο πιο τυπικός εκπρόσωπος του νεογκουαρινικού ροκοκό, με γόνιμη επίδραση στην ιταλική αρχιτεκτονική της εποχής του. Το στιλ του χαρακτηρίζεται από μια βαθιά αίσθηση των… … Dictionary of Greek
Γκογκέν, Πολ — (Paul Gauguin, Παρίσι 1848 – Ατουάνα, νησιά Μαρκέσας 1903).Γάλλος ζωγράφος. Θεωρείται από τους μεγαλύτερους αναμορφωτές της μοντέρνας ζωγραφικής με ευρύτατη επίδραση σε πολλά πρωτοποριακά ρεύματα του 20ού αι. Άρχισε να ζωγραφίζει μετά τα 25 του… … Dictionary of Greek
κινούμενα σχέδια — Κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές ταινίες, στην κατασκευή των οποίων χρησιμοποιούνται ακολουθίες κατάλληλα σχεδιασμένων σκίτσων, φωτογραφιών ή ηλεκτρονικών σκίτσων, των οποίων η ταχύτατη διαδοχική προβολή δημιουργεί στον θεατή την ψευδαίσθηση της… … Dictionary of Greek
Λε Νοτρ, Αντρέ — (Andrè Le Nôtre, Παρίσι 1613 – 1700). Γάλλος αρχιτέκτονας κήπων. Ο πατέρας του, Ζαν Λε Νοτρ, ήταν κηπουρός του Λουδοβίκου ΙΓ’. Ο ίδιος σπούδασε αρχικά ζωγραφική με τον Σιμόν Βουέ και ύστερα αρχιτεκτονική. Το 1637 διαδέχτηκε τον πατέρα του στο… … Dictionary of Greek
Μπορομίνι — (Borromini, Μπισόνε, Λουγκάνο 1599 – Ρώμη 1667). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού αρχιτέκτονα Φραντσέσκο Καστέλι. Νεαρότατος ακόμα έφτασε στη Ρώμη και εργάστηκε ως λιθοξόος κοντά στον μακρινό συγγενή του Μαντέρνο. Γύρω στο 1628 υιοθέτησε το… … Dictionary of Greek
Πιέρο ντέλα Φραντσέσκα — (Piero della Francesca και σωστότεραde’ Franceschi, Μπόργκο Σαν Σεπόλκρο, Αρέτσο μεταξύ 1415 και 1420 – 1492). Ιταλός ζωγράφος, ένας από τους πρωταγωνιστές της Αναγέννησης και τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες των αιώνων. Διαμορφώθηκε στη Φλωρεντία,… … Dictionary of Greek
Τισιανός, Βετσέλιο — (Tiziano, Πιέβε ντι Καντόρε περίπου το 1487 – Βενετία 1576). Ιταλός ζωγράφος. Αν και γύρω στο 1508 09 ο Τ. εργαζόταν στο Εργαστήριο των Γερμανών στη Βενετία μαζί με τον Τζορτζιόνε, ο πίνακας της Αμβέρσας με τον Επίσκοπο Γιάκοπο Πέζαρο που… … Dictionary of Greek